αζαρόλος

αζαρόλος
και αζάρολος, ο
το αζαρόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατιν. azarolus, πρβλ. ιταλ. azzeruola].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αζαρόλι — και αζερόλι, το, και αζάρολος και αζαρόλος, ο [αζαρόλος] Βοτ. κοινή ονομασία τών καρπών τής αζαρολιάς. Στην Αρτάκη τής Κυζίκου αναφέρονται ως καντινέρια (= μικρές Τουρκοπούλες), πιθ. για το κόκκινο χρώμα τους …   Dictionary of Greek

  • μέσπιλο — το (Α μέσπιλον) ο καρπός τής μεσπιλιάς, αλλ. μέσκουλο, μούσμουλο αρχ. 1. το φυτό μεσπίλη 2. το φυτό κράταιγος ο αζαρόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. mespilum, a, από όπου το αρχ. άνω γερμ.… …   Dictionary of Greek

  • κράτεγος — Γένος φυτών της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Στην Ελλάδα αυτοφύονται οκτώ είδη. Αξιόλογο είδος είναι ο κ. ο οξυάκανθος, θάμνος ύψους μέχρι 5 μ., γνωστός και με τις ονομασίες μουρτζιά, μουμουτζελιά, τρικουκιά. Είναι πολύκλαδος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”